Μορφώ

Μορφώ
Επίκληση της Αφροδίτης στη Σπάρτη. Η Αφροδίτη Μ. προστάτευε τη συζυγική πίστη και τα δεμένα πόδια της συμβόλιζαν την υποταγή της γυναίκας στον σύζυγό της και την υποχρέωση να μένει στο σπίτι. Η Μ. ήταν αρχικά αυτοτελής θεότητα, που αργότερα ταυτίστηκε με την Αφροδίτη. Μερικοί πάντως λένε ότι τα πόδια της τα έδεσε ο Τυνδάρεως, για να εκδικηθεί την Αφροδίτη για όσα είχε εμπνεύσει στις κόρες του Ελένη και Κλυταιμνήστρα.
* * *
Μορφώ, -οῡς και -όος, ἡ (Α)
1. ονομασία τής Αφροδίτης στη Σπάρτη, επειδή, πιθανώς, ήταν Εὔμορφος ή επειδή πιστευόταν ότι αυτή παρείχε ομορφιά
2. (ως προσηγορικό) η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + επίθημα -ώ (πρβλ. Γοργ-ώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μορφῶ — Μορφώ the Shapely fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Μορφώ the Shapely fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφώ — the Shapely fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώ — Επίκληση της Αφροδίτης στη Σπάρτη. Η Αφροδίτη Μ. προστάτευε τη συζυγική πίστη και τα δεμένα πόδια της συμβόλιζαν την υποταγή της γυναίκας στον σύζυγό της και την υποχρέωση να μένει στο σπίτι. Η Μ. ήταν αρχικά αυτοτελής θεότητα, που αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • μορφῶ — μορφάω pres imperat mp 2nd sg μορφάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μορφάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μορφάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μορφάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) μορφάω imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῶς — Μορφώ the Shapely fem acc pl Μορφώ the Shapely fem nom/voc pl (doric aeolic) Μορφώ the Shapely fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφοῦς — Μορφώ the Shapely fem nom/voc pl Μορφώ the Shapely fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφοῖ — Μορφώ the Shapely fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφοῦν — Μορφώ the Shapely fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφοῦσι — Μορφώ the Shapely fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφοῦσιν — Μορφώ the Shapely fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”